μάνιαξ
Look at other dictionaries:
μανίαξ — (Α) μανιάκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού μανιάκης, με επίθημα αξ (πρβλ. μανδάκης: μάνδαξ)] … Dictionary of Greek
μανίαξ — (Α) μανιάκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού μανιάκης, με επίθημα αξ (πρβλ. μανδάκης: μάνδαξ)] … Dictionary of Greek